Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄτοπα π

См. также в других словарях:

  • ἄτοπα — ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄτοπα — ἄτοπα , ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτοπ' — ἄτοπα , ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc pl ἄτοπε , ἄτοπος out of place masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безмѣстьныи — (13) пр. Неуместный, неподобающий: ѥлико же съвѣстию. печа||лоуѥте о безмѣстьныихъ дѣлѣхъ. рекше о неподобьныихъ не ѡ(т)нечаите [так!] себе. СбТр ХII/ХIII, 60 60 об.; соущимъ ѡ Кюрилѣ хоулиша ˫ако безмѣстьно ѡ(т) нихъ створена˫а. (ἄτοπα) ГА XIII… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CYNICI — Philosophi quidam sectatores Antisthenis, qui primus novum hoc Philosophiae genus introduxit: Ita dicti five a Cynosarge gymnasio, in quo Antitthenes profitebatur; sive a canina mordacitate, quâ in hominum vitas nullô discrimine invehebantur: aut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

  • ατοπώ — ἀτοπῶ ( έω) (Μ) ενεργώ άτοπα, φέρομαι άπρεπα …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • εκτοπουργώ — ἐκτοπουργῶ ( έω) (Μ) κάνω πράγματα έκτοπα, παράδοξα, άτοπα …   Dictionary of Greek

  • ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα …   Dictionary of Greek

  • ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»